-
1 διαφύσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφύσσω
-
2 ἀφύσσω
ἀφύσσω, fut. ἀφύξω, aor. ἤφυσα, part. ἀφύσσᾶς, mid. aor. ἠφυσάμην, ἀφυσσάμην, part. ἀφυσσάμενος: draw (water or wine), mid., for oneself, often by dipping from a larger receptacle into a smaller ( ἀπὸ or ἔκ τινος, or τινός); οἰνοχόει γλυκὺ νέκταρ, ἀπὸ κρητῆρος ἀφύσσων, for the other gods, Il. 1.598 ; ἀφυσσάμενοι μέλαν ὕδωρ, for their own use, on ship-board, Od. 4.359 ; διὰ (adv.) δ' ἔντερα χαλκὸς | ἤφυσε, pierced and ‘opened,’ (cf. ‘dip into’ him), Il. 13.508, Il. 17.315, Il. 14.517; met., ἄφε- νος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν, ‘draw off,’ i. e. accumulate riches for another man, Il. 1.171.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀφύσσω
См. также в других словарях:
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek